δείλαιος

δείλαιος
δείλαιος
wretched
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δείλαιος — δείλαιος, α, ον και ος, ον (Α) αξιολύπητος, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. τού δειλός, παρεκτεταμένος σε αιος* (πρβλ. μάταιος)] …   Dictionary of Greek

  • δειλαίων — δείλαιος wretched fem gen pl δείλαιος wretched masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαίως — δείλαιος wretched adverbial δείλαιος wretched masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείλαιον — δείλαιος wretched masc acc sg δείλαιος wretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαιότατε — δείλαιος wretched masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαιότατος — δείλαιος wretched masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαιότερε — δείλαιος wretched masc voc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαιότερος — δείλαιος wretched masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαίαις — δείλαιος wretched fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλαίη — δείλαιος wretched fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”